μηδέπω

From LSJ
Revision as of 14:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδέπω Medium diacritics: μηδέπω Low diacritics: μηδέπω Capitals: ΜΗΔΕΠΩ
Transliteration A: mēdépō Transliteration B: mēdepō Transliteration C: midepo Beta Code: mhde/pw

English (LSJ)

Adv. A nor as yet, not as yet, Id.Pr.741, Pers.435, etc.

German (Pape)

[Seite 170] und noch nicht, auch noch nicht, noch nicht einmal; εὖ νῦν τόδ' ἴσθι μηδέπω μεσοῦν κακόν, Aesch. Pers. 427, vgl. Prom. 742; Xen. Cyr. 1, 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

μηδέπω: ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, εἶναι δόκει σοι μηδέπω ’ν προοιμίοις, μηδὲ εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
pas encore, pas une fois.
Étymologie: μηδέ, πώ.

English (Strong)

from μηδέ and -πω; not even yet: not yet.

Greek Monolingual

μηδέπω (Α)
επιρρ.) (εντονότερο του μήπω) όχι ακόμηἴσθι μηδέπω μεσοῦνκακόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + μόριο πω «ακόμη, ποτέ»].

Greek Monotonic

μηδέπω: επίρρ., μήτε μέχρι τώρα, όχι ως τώρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μηδέπω: adv., тж. раздельно (все) еще не: μ. μεσοῦν κακόν Aesch. это еще (даже) не половина несчастья.

Middle Liddell

nor as yet, not as yet, Aesch., etc.

Chinese

原文音譯:mhdšpw 姆-得-坡
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-尚-(似的 尚)
字義溯源:尚未,未;由(μηδέ)=若不然)與(πώς)=尚)組成;其中 (μηδέ)由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(δέ)*=但)組成;而 (πώς)出自 (πώς / ποταπῶς)=未知如何, (πώς / ποταπῶς)出自 (πού)=大約,某處, (πού)出自 (πορφυρόπωλις)X*=有些
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 未(1) 來11:7

English (Woodhouse)

not yet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)