επαγγελία

From LSJ
Revision as of 06:41, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπαγγελία) επαγγέλλομαι
1. υπόσχεση, διαβεβαίωση
2. φρ. «γη της επαγγελίας» — η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσια επαγγελία» — δημόσια υπόσχεση αμοιβής υπέρ εκείνου που θα εκτελέσει την αντιπαροχή που ορίζει ο επαγγελλόμενος
β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — κάθε πλούσια, εύφορη χώρα
αρχ.
1. διαταγή, παραγγελία («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καὶ γῆν», Πολ.)
2. αγγελία, αναγγελία, είδηση («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῖν», ΚΔ)
3. δήλωση, υπόδειξη
4. το θέμα μιας πραγματείας
5. η διαφημιζόμενη ιδιότητα ενός φαρμάκου
6. δημόσια εξάσκηση επαγγέλματος
7. στον πληθ. αναζήτηση
8. (αττ. δίκ.) επαγγελία (ενν. δοκιμασίας)
κλήση ρήτορα σε απολογία, γιατί δημηγόρησε δημόσια, χωρίς να έχει δικαίωμα
9. (γενικά) κλήση.