στρεβλώνω

From LSJ
Revision as of 13:05, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

στρεβλῶ, -όω, ΝΑ στρεβλός
1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)
νεοελλ.
κάνω κάτι στρεβλό, το στραβώνω, παραμορφώνω
αρχ.
1. στρέφω κοχλία ή τροχό ή εκτείνω, τεντώνω κάτι περιστρέφοντας τη στρέβλη
2. (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) εκτείνω με περιστροφή τών κοχλιών
3. (για χειρούργο) συστρέφω με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο μέλος για να το ανατάξω, να το επαναφέρω στη θέση του
4. παθ. στρεβλοῦμαι, -όομαι
(για τα μάτια) αλληθωρίζω.