κράση

From LSJ
Revision as of 18:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek Monolingual

η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. κρήσις)
1. ανάμιξη ή συνένωση, σύνθεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο πράγμα που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «κράση μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ ὕδωρ», Ευστ.
γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν νέμω», Αισχύλ.
δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», Λουκιαν.)
2. η ιδιαίτερη φυσική διάθεση κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυγκρασία και η ιδιοσυστασία (α. «έχει γερή κράση» β. «είναι μελαγχολική κράση» γ. «κρᾱσις σώματος», Αριστοτ.)
3. γραμμ. η συγχώνευση του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις μετά την κράση να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ ἐλάχιστον - τοὐλάχιστον, ὁ ἀνήρ - ἁνήρ, τοι ἄρα - τἆρα
αρχ.
1. η κατάσταση, η θερμοκρασία του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων αἰθήρ», Πολυδ.)
2. συνδυασμός, ένωση («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο κλίμα (Ιπποκρ.)
4. γραμμ. η συναίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρᾱ- (πρβλ. -κρά-θην, παθ. αόρ. του κεράννυμι), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' φωνήεν) και απαθή βαθμίδα (στο β' φωνήεν) της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας kerā- «αναμιγνύω» (βλ. και κεράννυμι) + επίθημα -σις (πρβλ. θλά-σις, κλά-σις)].