ἀποστατικός
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
ή, όν, A of or for rebels, rebellious, θράσος Plu. Rom.7. Adv. -κῶς, ἔχειν to be ready for revolt, Id.Pel.15: Comp. -ώτερον, φρονούντων PLond.2.354.6(i B.C.); -κῶς πράττειν τοῦ λόγου Chrysipp. ap. Gal.5.406. II disposed to exfoliate, of bones, Hp. Fract.25, Antyll. ap. Orib.6.1.6. III Rhet., belonging to ἀπόστασις B.1.6; -κόν, τό, Hermog.Id.1.10; σχήματα ibid., Aps.p.259 H.; λόγος Eust.1389.28. Adv. -κῶς Id.635.58.
German (Pape)
[Seite 326] zum Abfallen geneigt, θράσος Plut. Rom. 7; ἀποστατικῶς ἔχειν Pelop. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἀποστάτας, ἔχων τάσιν πρὸς ἀποστασίαν, θράσος Πλουτ. Ρωμ. 7· οἱ ἀποστατικοί, οἱ ἐπαναστάται, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8709: - Ἐπίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, ἔχειν διάθεσιν ἢ εἶναι ἕτοιμον πρὸς ἐπανάστασιν, Πλουτ. Πελοπ. 15. ΙΙ. ἔχων τάσιν πρὸς σχηματισμὸν ἀποστήματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμμ. = ἀσύνδετος, Εὐστ. 1389. 28: - Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. 635. 58.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
séditieux, rebelle.
Étymologie: ἀφίστημι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1rebelde, subversivo, sedicioso θράσος Plu.Rom.7, σάλος Plu.Galb.10
•dispuesto a la rebelión ἐκφερόμενος ... ἀποστατικῷ τρόπῳ PTor.Amenothes 8.68 (II a.C.), διάνοια Gr.Nyss.Virg.321.24, del pueblo judío σῶμα Meth.M.18.377C, de los ángeles caídos δυνάμεις Gr.Naz.M.36.321A, cf. Iren.Lugd.Haer.1.15.6, Aug.Ciu.12.2
•subst. apóstata Tert.Adu.Marc.4.5
•neutr. compar. como adv. ἀποστατικώτερον φρονούντων PLond.354.6 (I a.C.).
2 ret. asindético τὰ ἀποστατικὰ σχήματα Aps.259, ὁ λόγος Eust.1389.28, subst. τὸ ἀποστατικόν Hermog.Id.1.10 (p.271).
3 medic. supurativo ἐπιπλάσματα Hp.Art.40
•purulento φλεγμοναί Antyll. en Orib.6.1.6, cf. Pelagon.397, Hippiatr.Paris.689, de huesos ἀποστατικὰ γενέσθαι exfoliarse Hp.Fract.25.
II adv.
1 con disposición a la revuelta, sediciosamente ἀ. ἔχειν Plu.Pel.15, Luc.32, πράττειν Chrysipp.Stoic.3.124, ταῦτα διαπεπραγμένοι εἰσὶν ἀ. BGU 1253.7 (II a.C.).
2 ret. en uso asindético ἀ. ἤγουν ἀσυνδέτως ἐπηνέχθη Eust.635.58.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀποστατικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία
2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος
μσν.
φρ. «ἀποστατικός λόγος» — ασύνδετος λόγος
αρχ.
φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» — έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση.
Greek Monotonic
ἀποστᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, είμαι έτοιμος να εξεγερθώ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστᾰτικός: мятежный, бунтарский (θράσος Plut.).
Middle Liddell
[From ἀποστάτης
of or for rebels, Plut.:—adv., ἀποστατικῶς ἔχειν to be ready for revolt, Plut.