Λίβυς

From LSJ
Revision as of 09:10, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λίβῠς Medium diacritics: Λίβυς Low diacritics: Λίβυς Capitals: ΛΙΒΥΣ
Transliteration A: Líbys Transliteration B: Libys Transliteration C: Livys Beta Code: *li/bus

English (LSJ)

[ῐ], ῠος, ὁ, A a Libyan, Hdt.4.181, al., S.El.702, etc.: and as Adj., = Λιβυκός, αὐλός E.Alc.346; Λ. καυλός, = σίλφιον, Antiph.217.13:—fem. Λίβυσσα [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also Λῐβυστικός, ή, όν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also Λῐβυστίς, ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. Λιβύη. II harmless kind of serpent, Nic.Th.490. III = λουτροφόρος 2, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Λίβῠς: [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = σίλφιον, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· ὡσαύτως, Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. ὡσαύτως Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. Λιβύη. ΙΙ. εἶδος ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = λουτροφόρος 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

υος;
adj. m.
de Libye ; οἱ Λίβυες les Libyens, ou les Grecs de Cyrénaïque.

English (Slater)

Λῐβυς
1 Libyan οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)

Greek Monolingual

Λίβυς, -υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και Λιβυστίς, -ίδος (Α) Λιβύη
1. αυτός που κατάγεται από τη Λιβύη
2. ως επίθ. λιβυκός.

Greek Monotonic

Λίβῠς: [ῐ], -ῠος, ὁ, αυτός που προέρχεται από τη Λιβύη, σε Ηρόδ., κ.λπ.· ως επίθ. = Λιβυκός, σε Ευρ.· θηλ. Λίβυσσα[ῐ], σε Πίνδ.· επίσης, Λυβιστικός, , -όν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Λίβυς: υος (ῐ) adj. m ливийский Eur. etc.
υος ὁ ливиец Pind., Soph. etc.

Middle Liddell

Λῐ́βῠς, ῠος, ὁ,
a Libyan, Hdt., etc.; and as adj. = Λιβυκός, Eur.; fem. Λίβυσσα, Pind.; also Λιβυστικός, ή, όν, Aesch.