σπιλόω
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
English (LSJ)
A stain, soil, D.H.9.6, Ep.Jac.3.6; mark, λευκαῖς (with leucodermia) Cat.Cod.Astr.8(4).174:—Pass., εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι, of a painting, LXX Wi.15.4: pf. part. ἐσπιλωμένος soiled, Ep. Jud. 23, cf. Luc.Am.15: simply, to be marked, Hld.10.15.
German (Pape)
[Seite 921] beflecken, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐλόω: κηλιδώνω, μολύνω, μιαίνω, ῥυπαίνω, «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tacher, souiller.
Étymologie: σπίλος.
English (Strong)
from σπίλος; to stain or soil (literally or figuratively): defile, spot.
English (Thayer)
σπίλω; perfect passive participle ἐσπιλωμενος; (σπίλος); to defile, spot: τί, Dionysius Halicarnassus, Lucian, Heliodorus; the Sept..)
Greek Monotonic
σπῐλόω: μέλ. -ώσω, κηλιδώνω, στιγματίζω, μολύνω, ρυπαίνω, ντροπιάζω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μτχ. παρακ. ἐσπιλωμένος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σπῐλόω: σπίλος II] досл. покрывать пятнами, перен. осквернять (ὅλον τὸ σῶμα NT): ἐσπιλῶσθαι Luc. быть покрытым пятнами, NT быть оскверненным.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπιλόω [σπίλος] bevlekken, besmetten.
Middle Liddell
σπῐλόω, fut. -ώσω [from σπῐ́λος]
to stain, soil, NTest.:—Pass., perf. part. ἐσπιλωμένος NTest.
Chinese
原文音譯:sp⋯low 士披羅哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:污點
字義溯源:玷污,沾污,污損,染污,沾染;源自(σπίλος)*=污穢,瑕疵)。參讀 (κοινόω)同義字
出現次數:總共(2);弗(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 沾染的(1) 猶1:23;
2) 玷污(1) 弗5:27