παυσίπονος

From LSJ
Revision as of 12:10, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσίπονος Medium diacritics: παυσίπονος Low diacritics: παυσίπονος Capitals: ΠΑΥΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: pausíponos Transliteration B: pausiponos Transliteration C: pafsiponos Beta Code: pausi/ponos

English (LSJ)

ον, A ending toil or hardship, c. gen., E.IT451 (lyr.), Ar.Ra.1321 (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι Epigr.Gr.244.10 (Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 538] Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.

Greek (Liddell-Scott)

παυσίπονος: -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui met fin aux peines, aux douleurs.
Étymologie: παύω, πόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / παυσίπονος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα
(ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα του πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη
αρχ.
αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + πόνος (πρβλ. λυσί-πονος)].

Greek Monotonic

παυσίπονος: -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παυσίπονος: (ῐ) унимающий страдания (βότρυος ἕλιξ Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυσίπονος -ον [παύω, πόνος] aan de beproeving een einde makend.

Middle Liddell

παυσί-πονος, ον,
ending toil or hardship, c. gen., Eur.