σύννοος

From LSJ
Revision as of 17:09, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννοος Medium diacritics: σύννοος Low diacritics: σύννοος Capitals: ΣΥΝΝΟΟΣ
Transliteration A: sýnnoos Transliteration B: synnoos Transliteration C: synnoos Beta Code: su/nnoos

English (LSJ)

ον, Att. contr. σύννους, ουν,
A in deep thought, thoughtful, Isoc.1.15, Plu.2.206b, etc.; σ. πρὸς ἑαυτῷ Id.Them.3.
2 anxious, gloomy, βλέμμα Arist.Pr.958a18, cf. Hp.Ep.15, D.H.4.66, etc.; grave, Hp.Medic.1.
3 thoughtful, circumspect, σ. γενέσθαι Arist. Pol.1267a36; τὸ σύννοον Phld.Vit.p.13 J.

German (Pape)

[Seite 1028] att. zsgz. σύννους, nachdenkend, in Gedanken vertieft, gedankenvoll, bedenklich, ernsthaft, sorgenvoll; dem σκυθρωπός entsprechend, Isocr. 1, 15; πρὸς ἑαυτῷ, Plut. Them. 3; Luc. Iov. trag. 1, u. öfter bei Sp.; – γίγνομαι, zu sich selbst, zur Besinnung kommen, Arist. pol. 2, 7; Plut. S. N. V. 3.

Greek (Liddell-Scott)

σύννοος: -ον, Ἀττικ. συνῃρ. -νους, ουν, ὁ βεβυθισμένος εἰς σκέψιν, σκεπτικός, Ἰσοκρ. 5Α, Πλούτ. 2. 206Β, κλπ.· σ. πρὸς ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 3. 2) ἐστενοχωρημένος, κατηφής, βλέμμα Ἀριστ. Προβλ. 31. 7, 5, πρβλ. Ἱππ. 1277. 30, Διον. Ἁλ. 4. 66, κτλ. 3) περίφροντις, σ. γενέσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 17.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui réfléchit, pensif, méditatif.
Étymologie: σύν, νόος.

Greek Monotonic

σύννοος: -ον, Αττ. συνηρ. -νους, -ουν·
1. αυτός που είναι βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή, στοχαστικός, σκεπτικός, σε Ισοκρ.
2. αυτός που βρίσκεται σε περίσκεψη, συλλογισμένος, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύννοος -οον, zie σύννους.

Russian (Dvoretsky)

σύννοος: стяж. σύννους 2
1) погруженный в раздумье, размышляющий, задумчивый Isocr., Plut., Luc.;
2) озабоченный, беспокойный (βλέμμα Arst.);
3) рассудительный, осторожный (σ. καὶ ταπεινὸς πρός τινα Plut.).