σκολόπενδρα
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
English (LSJ)
ἡ,
A scolopendra, millepede, Arist.HA489b22, 532a5, al.; classed with ἴουλος, ib.523b18, cf. Gal.UP3.2, Dsc.Eup.2.128.
2 the sea-scolopendra, perh. an animal of the genus Nereïs or Aphrodite, Arist.HA505b13, 621a6, Ael.NA7.26, Gal.12.366, Opp. H.2.424.
German (Pape)
[Seite 902] ἡ, 1) der Tausendfuß, Assel; Arist. H. A. 1, 4. 4, 7. 9, 37; Nic. Ther. 812 u. A. – 2) die Meerscolopendra, ein Seewurm, wahrscheinlich aus dem Geschlechte Nereis; Arist. H. A. 2, 14; Ael. H. A. 7, 26. 35. 13, 23; ἰοβόλος, Numen. bei Ath. VII, 304 f.; ἁλιπλανής, Antp. Sid. 14 (VI, 223).
Greek (Liddell-Scott)
σκολόπενδρα: ἡ, scolopendra, ἢ «σαρανταπόδαρος», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 6., 4. 7, 4, κ. ἀλλ.· ταξινομεῖται μετὰ τοῦ ἰούλου, αὐτόθι 4. 1, 6. 2) θαλασσία σκολόπενδρα, ζῷον ἐκ τοῦ γένους «Νηρηῒς ἢ Ἀφροδίτη», αὐτόθι 2. 14, 2., 9. 37, 9, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26, Ἡσύχ. ΙΙ. σκολοπένδριον, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
scolopendre de mer (sorte de ver de la famille des néréides), poisson.
Étymologie: DELG emprunt certain à un substrat.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκολόπεντρα Ν
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δηλητηριωδών μυριαπόδων, μεγάλου μεγέθους, που είναι γνωστά, σήμερα, με την κοινή ονομασία σαρανταποδαρούσες ή ψαλίδες
αρχ.
είδος θαλάσσιου σκουληκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Russian (Dvoretsky)
σκολόπενδρα: ἡ зоол. сколопендра:
1) мокрица или многоножка Arst.;
2) пескожил (червь Avenicola marina) Arst., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκολόπενδρα -ας, ἡ scolopendra (een zeemonster).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: millepede, sowbug; also name of an animal of the sea (Arist. etc.).
Derivatives: σκολόπενδρ-ον (Thphr.), -ιον (Dsc.) n. plant-name (because of the form of the leaves; Strömberg Pflanzennamen. 42), -ώδης resembling a σ. (Str.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign word without etymology. The animal is by Thphr. HP 7, 11 called σκολοπία; so adaptation to σκόλοψ, σκάλοψ? --The word is no doubt Pre-Greek; note the ending.
Frisk Etymology German
σκολόπενδρα: {skolópendra}
Grammar: f.
Meaning: Tausendfuß, Assel, auch N. eines Seetieres (Arist. usw.).
Derivative: Davon σκολόπενδρον (Thphr.), -ιον (Dsk.) n. Pflanzennamen (wegen der Form der Blätter; Strömberg Pfl. 42), -ώδης ‘einer σ. ähnlich’ (Str.).
Etymology : Fremdwort ohne Etymologie. Das betreffende Tier wird bei Thphr. HP 7, 11 σκολοπία genannt; somit Angleichung an σκόλοφ, σκάλοψ?
Page 2,735