δεκάχιλοι
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
[κᾰ], αι, α, A ten thousand, Il.5.860, 14.148; cf. ἐννεάχιλοι. (Aristarch. read the true Ion. form -χειλοι (from ĝhezl-) which he mistranslated "ἐννέα χείλη ἔχοντες," Sch.T.Il.14.148.)
German (Pape)
[Seite 543] zehntausend; Homer zweimal, Iliad. 5, 860. 14, 148 ὅσσον τ' (δ') ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι ἀνέρες ἐν πολέμῳ, ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος. – Luc. Philop. 6.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάχῑλοι: -αι, -α, = δεκακισχίλιοι, αι, α, Ἰλ. Ε. 860., Ξ. 148· πρβλ. ἐννεάχιλοι.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
dix mille.
Étymologie: δέκα, χίλιοι.
Spanish (DGE)
(δεκάχῑλοι) -αι, -α
• Prosodia: [-ᾰ-]
diez mil, Il.5.860, 14.148, Luc.Philopatr.6.
Greek Monolingual
δεκάχιλοι και δεκάχειλοι, -αι, -α (Α)
δέκα χιλιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -χιλοι < χίλιοι (πρβλ. εννεάχιλοι)].
Greek Monotonic
δεκάχῑλοι: -αι, -α (χίλιοι), δέκα χιλιάδες, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἐννεάχιλοι.
Russian (Dvoretsky)
δεκάχῑλοι: десять тысяч Hom., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάχιλοι -αι -α [δέκα, χίλιοι] tienduizend.
Middle Liddell
χίλιοι
ten thousand, Il.; cf. ἐννεάχιλοι.