εὐθυρρήμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ῥῆμα) A plain-spoken, Cic.Fam. 12.16.3 (Comp.), Poll.5.119. Adv. -μόνως Id.4.24. II gloss on εὐθύγλωσσος, Sch.Pi.P.2.157.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυρρήμων: εὐθύρρημον, (ῥῆμα) παρρησίᾳ ὁμιλῶν, ὁ λέγων τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, εὐθυεπής, Κικ. Fam. 12. 16, Πολυδ. Ε΄, 119. - Ἐπίρρ. -μόνως, Κλήμ. Ἀλ. 493.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui parle sans détour, franc;
Cp. εὐθυρρημονέστερος.
Étymologie: εὐθύς, ῥῆμα.
Greek Monolingual
εὐθυρρήμων, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι.
επίρρ...
εὐθυρρημόνως
με ελευθερία λόγου, με παρρησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -ρήμων (< ρήμα < θ. ρη- του είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη-τός, ρη-θήσομαι), πρβλ. κομπορρήμων, μεγαλορρήμων.
Greek Monotonic
εὐθυρρήμων: -ον (ῥῆμα), ντόμπρος, ειλικρινής, σε Κικ.