κακομήτης
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ου, ὁ, = κακομηδής (contriving ill, deceitful), pl. κακομῆται Orph. Fr. 119.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1403.
Greek (Liddell-Scott)
κακομήτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ὀρ. 1403, Ὀρφ. Ἀποσπ. 8. 47 (50), «κακόβουλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κακομήτης, ὁ (Α)
κακομηδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο-μήτης, αιμυλο-μήτης].
Greek Monotonic
κᾰκομήτης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκομήτης: Eur. = κακομηδής.
Middle Liddell
κᾰκο-μήτης, ου, = κᾰκομηδής, Eur.]