Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόστομος

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστομος Medium diacritics: κακόστομος Low diacritics: κακόστομος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kakóstomos Transliteration B: kakostomos Transliteration C: kakostomos Beta Code: kako/stomos

English (LSJ)

ον, A foul-mouthed, λέσχαι E.IA1001. 2 lacking in eloquence, Ptol.Tetr.166. II bad to pronounce, illsounding, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 1304] mit bösem Munde, schmähend, schmähsüchtig, λέσχαι Eur. I. A. 1001; – schlecht auszusprechen, übelklingend, Longin. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux.
Étymologie: κακός, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόστομος, -ον)
κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από κακοσμία του στόματος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, ισχυρό-στομος].

Greek Monotonic

κᾰκόστομος: -ον (στόμα), κακολόγος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόστομος -ον [κακός, στόμα] kwaadsprekend:. λέσχας... κακοστόμους φιλεῖ hij is verzot op kwaadaardig geroddel Eur. IA 1001.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόστομος: злословящий, клеветнический (λέσχαι Eur.).

Middle Liddell

κᾰκό-στομος, ον στόμα
evil-speaking, Eur.

English (Woodhouse)

abusive, insulting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)