μακρύς

From LSJ
Revision as of 14:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ύ και μακριός, -ά, -ό (Μ μακρύς, -ιά, -ύ)
1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, επιμήκης, μακρουλός («μακρύ παντελόνι»)
2. μεγάλος στο ύψος, υψηλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος («μακρύ ταξίδι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μακρύ
μακροημέρευση, αναβολή
3. (αίνιγμα) «μακρύς μακρύς καλόγερος και κόκαλα δεν έχει» — ο καπνός
μσν.
1. (σχετικά με κατηγορία ή κατάσταση) σοβαρός
2. (για τόπο) μακρινός, απομακρυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός, κατά τα επίθ. σε -ύς (πρβλ. γλυκός: γλυκύς). Το επίθ. μακριός είναι μεταπλασμένος τ. του μακρύς, κατά τα επίθ. σε -ιός].