επιτυχής
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιτυχής)
1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ.
β. «επιτυχείς αγώνες»)
2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)
αρχ.
αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με επιτυχία.
επίρρ...
επιτυχώς (AM ἐπιτυχῶς)
με επιτυχία, εύστοχα, πετυχημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τυχής. Το β’ συνθετικό -τυχής εμφανίζει το θ. τυχ- (πρβλ. έτυχον, τύχη) και απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ευτυχής, δυστυχής)].