θυμο-
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
(ΑΜ θυμό-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο-βαρής, θυμο-λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμόβολώ, θυμόκλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο-ειδής, θυμο-κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε του «ψυχή» (πρβλ. θυμο-βάρβαρος) είτε του «θυμός» (πρβλ. θυμο-κράτωρ).
ΣΥΝΘ. θυμοβόρος, θυμοειδής, θυμοσοφικός, θυμόσοφος
αρχ.
θυμοβαρής, θυμοβορώ, θυμοδακής, θυμοκάτοχος, θυμοκατοχώ, θυμοκτόνος, θυμολέαινα, θυμολεοντοφθόρος, θυμολέων, θυμολιπής, θυμόμαντις, θυμομαχία, θυμομαχώ, θυμοπληθής, θυμοποιώ, θυμοραϊστής, θυμοφθόρος, θυμοφθορώ, θυμοφονώ
αρχ.-μσν.
θυμοβάρεια
μσν.
θυμοβάρβαρος, θυμοβολώ, θυμοκράτωρ, θυμόκλωστος, θυμολευστώ, θυμοσοφώ, θυμοτερπής, θυμοτολμία
νεοελλ.
θυμοσοφία].