λεοντοδάμας
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
[δᾰ], acc. -δάμαν, ὁ, A lion-taming, κύων Pi.Fr.74aSchroeder ( = Luc. Pr.Im.19).
German (Pape)
[Seite 28] αντος, ὁ, Löwen bändigend, κύων, Pind. frg. 53 bei Luc. pro imag. 19.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοδάμᾱς: -ᾰντος, ὁ, ὁ δαμαστὴς λεόντων, Πινδ. Ἀποσπ. 53, κατ’ αἰτιατ. λεοντοδάμαν.
English (Slater)
λεοντοδάμας ?
1 overcoming lions test., Lucian., pro imag., 9: ὡς ὁ τὸν ὠρίωνος κύνα ἐπαινῶν ἔφη ποιητὴς λεοντοδάμαν αὐτόν cf. fr. 74.
Greek Monolingual
λεοντοδάμας, -αντος, ὁ (Α)
δαμαστής λιονταριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω), πρβλ. ανδροδάμας, λαοδάμας].
Russian (Dvoretsky)
λεοντοδάμᾱς: αντος (δᾰ) ὁ укротитель львов Pind.