κωλύμη
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, A = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose of hindering, Th.1.92; ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς… εἰρχθῆναι by these impediments, Id.4.63; a poetical word in Th., cf. D.H.Amm. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1542] ἡ, = κώλυμα, Thuc. 1, 92. 4, 63 u. Sp., wie Hdn. 8, 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κωλύμη: ῡ, ἡ, = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. κώλυμα.
Greek Monolingual
κωλύμη, ἡ (Α)
κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ-ω + επίθημα -μη (πρβλ. γνώμη, επιστήμη)].
Greek Monotonic
κωλύμη: [ῡ], ἡ = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κωλύμη: (ῡ) ἡ Thuc. = κώλυμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωλύμη -ης, ἡ [κωλύω] obstakel, hindernis, beletsel:. ἐπὶ κωλύμῃ om te verhinderen Thuc. 1.92.1.
Middle Liddell
κωλύ¯μη, ἡ,
= κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose ofhindering, Thuc.