οἶσος

From LSJ
Revision as of 13:55, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶσος Medium diacritics: οἶσος Low diacritics: οίσος Capitals: ΟΙΣΟΣ
Transliteration A: oîsos Transliteration B: oisos Transliteration C: oisos Beta Code: oi)=sos

English (LSJ)

(Ael.Dion.Fr.76) or οἰσός, ὁ, A withy, Vitex Agnus-castus, the twigs of which served for wickerwork, ropes, etc., Thphr.HP3.18.1, 6.2.2, etc.: neut. οἶσον, = σχοινίον, Hsch.: perhaps cf. οὖσον.

German (Pape)

[Seite 312] ὁ, oder οἰσός, ein weidenartiger Strauch, wie λύγος (s. das Vorige), dessen Zweige zu Flechtwerk und Stricken benutzt wurden, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἶσος: ἢ οἰσός, ὁ, εἶδος ἰτέας ἢ λύγου, οὗ οἱ κλῶνες ἐχρησίμευον πρὸς κατασκευὴν πλεγμάτων, σχοινίων, κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, κτλ.· οὐδ. οἶσον = σχοινίον, Ἡσύχ.· πληθ. οὖσα ἐν Λυκόφρ. 20. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).

Greek Monolingual

οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α)
είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. tu / -tw πρβλ. ίτυς, ιτέα) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. větvĭ «κλαδί». Ο τ. οἶσος έχει προέλθει < FοιτFος με τροπή του συμπλέγματος τF>σ, ενώ ο παρλλ. τ. οἰσύα ανάγεται σε τ. Fοι-τυ-α, όπου η τροπή του τυ > συ οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. οἶσος. Οι λ. οἶσος / οἰσύα αναφέρονται σε διαφορετικά είδη φυτών και συνδέονται με τα ἴτυς / ἰτέα.

Frisk Etymological English

(-ός)
Grammatical information: m.
Meaning: kind of wicker, chasteberry (Thphr., Ael. Dion.).
Compounds: οἰσό-καρπον n. fruit of the οἶ. (sch., Eust.; on the neutr. cf. on βού-τυρον).
Derivatives: οἶσον = σχοινίον H.; οἶσαξ, -ακος f. kind of willow (Gp.); on the formation Strömberg Pfl.namen 78. -- Besides οἰσύ-α -η f. λύγος, willow' (Poll.), οἰ. ἀγρία = ἑλξίνη (Ps.-Dsc.), with οἰσυουργός m. basketmaker (Eup.), τὰ οἴσυα n. pl. "the basketry" = basket market (Lycurg.), οἰσύ-ινος made of οἰ. (ε 256, Th.).
Origin: IE [Indo-European] [1120] *u̯ei-t- wind, bend; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From *Ϝοι-τϜ-ος resp. *Ϝοι-τύ-α, enlargements of *Ϝοι-τυ-, which is with tu-suffix and old o-ablaut derived from the IE verb u̯ei-'wind, bend'; s. ἰτέα, ἴτυς, with lit. An i-lengthening is seen in OCS větv-ъ f. branch from *u̯oi-tu̯-i-. On the formation Schwyzer 506 a. 472, Chantraine Form. 103, on τυ > συ Schwyzer 272. - The form in -υα does not look very IE; is the word Pre-Greek? Also οἶσαξ looks Pre-Greek.

Frisk Etymology German

οἶσος: (-ός)
{oĩsos}
Grammar: m.
Meaning: Weidenart, Keuschlamm (Thphr., Ael. Dion.);
Composita : οἰσόκαρπον n. ‘die Frucht des οἶ.’ (Sch., Eust.; zum Neutr. vgl. zu βούτυρον).
Derivative: Davon οἶσον = σχοινίον H.; οἶσαξ, -ακος f. Weidenart (Gp.); zur Bildung Strömberg Pfl.namen 78. — Daneben οἰσύα -η f. ’λύγος, Weide’ (Poll.), οἰ. ἀγρία = ἑλξίνη (Ps.-Dsk.), mit οἰσυουργός m. Korbmacher (Eup.), τὰ οἴσυα n. pl. "die Korbarbeiten" = der Korhmarkt (Lykurg.), οἰσύινος ‘aus οἰ.’ (ε 256, Th. u.a.).
Etymology : Aus *ϝοιτϝος bzw. *ϝοιτύα, Erweiterungen von *ϝοιτυ-, das mit tu-Suffix und alter o-Abtönung vom idg. Verb u̯ei-’winden, biegen’ abgeleitet ist; s. ἰτέα, ἴτυς, wo auch Lit. Eine entsprechende i-Erweiterung liegt vor in aksl. větv-ъ f. Zweig aus *u̯oi-tu̯-i-. Zur Bildung Schwyzer 506 u. 472, Chantraine Form. 103, zum Lautwandel τυ > συ Schwyzer 272.
Page 2,368