μετόπισθε

From LSJ
Revision as of 10:20, 15 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "with gen." to "with genitive")

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπισθε Medium diacritics: μετόπισθε Low diacritics: μετόπισθε Capitals: ΜΕΤΟΠΙΣΘΕ
Transliteration A: metópisthe Transliteration B: metopisthe Transliteration C: metopisthe Beta Code: meto/pisqe

English (LSJ)

before a vowel or metri gr. μετόπισθεν, sometimes elided μετόπισθ’, Od.22.345: Adv. (freq. in Ep., esp. Il.), 1 of place, behind, in the rear, Il.6.68; μ. λελειμμένοι left behind in Troy, 24.687; in the second rank, 17.261. 2 of Time, after, afterwards, freq. in Hom., Il.1.82, al.; ἀμαυροτέρη γενεὴ μ. λέλειπται Hes.Op.284; ἢ πρόσθ' ἢ μετόπισθεν E.Fr.446.5 (anap.). II Prep. c. gen., behind, Il.9.504, Od.9.539.

German (Pape)

[Seite 161] und vor Vokalen od. um Position zu machen μετόπισθεν, hinter; – a) von Orten, hinterwärts, von hinten, μή τις μετόπισθεν μιμνέτω, daß keiner zurückbleibe, Il. 6, 68, öfter; auch c. gen., μετόπισθ' Ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι, 9, 504; Od. 9, 539. – b) von der Zeit, hinterher, hinterdrein, danach; καὶ παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισθε γένωνται, Il. 20, 308, wie παῖδες μετόπισθε λελειμμένοι, die hinterbliebenen Kinder, 24, 687, öfter; auch Hesiod.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπισθε: πρὸ φωνήνεντος, ἢ χάριν τοῦ μέτρου, -θεν, σπανίως μετ’ ἐκθλίψεως, μετόπισθ’, Ὀδ. Χ. 345· ἐπίρρ. 1) τόπου, ἐκ τῶν ὄπισθεν, ὀπίσω, συχν. παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ. 2) χρόνου, μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ἀκολούθως, συχν. παρ’ Ὁμ.· παῖδες μετόπισθε λελειμμένοι, τέκνα καταλελειμμένα ὀπίσω. Ἰλ. Ω. 687· ἢ πρόσθ’ ἢ μετόπισθεν Εὐρ. Ἀποσπ. 449. ΙΙ. μετὰ γεν., μετόπισθ’ Ἄτης Ἰλ. Ι. 504, Ὀδ. Ι. 539.

French (Bailly abrégé)

c. μετόπισθεν.

Greek Monolingual

μετόπισθε (Α)
βλ. μετόπισθεν.

Greek Monotonic

μετόπισθε: πριν από φωνήεν, -θεν,
I. επίρρ.:
1. του τόπου, από πίσω, προς τα πίσω, πίσω, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. του χρόνου, έπειτα, ύστερα, σε Όμηρ.
II. πρόθ. με γεν., πίσω (από), στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μετόπισθε: (ν) adv.
1) сзади, позади (μή τις μ. μιμνέτω Hom.);
2) впоследствии, после (καὶ παίδων παῖδες, τοί κεν μ. γένωνται Hom.).
(ν) praep. cum gen. сзади, (вслед) за (Ἄτης Hom.): μ. νεός Hom. позади корабля.

Middle Liddell


1. of place, from behind, backwards, back, Hom., Hes.
2. of time, after, afterwards, Hom.
II. prep. with genitive behind, Hom.