Κύπριος

From LSJ
Revision as of 18:02, 5 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κύπριος Medium diacritics: Κύπριος Low diacritics: Κύπριος Capitals: ΚΥΠΡΙΟΣ
Transliteration A: Kýprios Transliteration B: Kyprios Transliteration C: Kyprios Beta Code: *ku/prios

English (LSJ)

α, ον, A of Cyprus, Cyprian, Cypriot, Pi.P.2.16, Hdt.3.19, etc.; λίθος Κύπριος, a kind of σμάραγδος (found in Cyprus, Thphr.Lap.25), Achae.5, cf. Plin.HN37.66; Κύπριοι ἄρτοι Eub.77; Κύπριον παραπέτασμα Ar.Fr.611; K. τάριχος Posidipp.17; βοῦς Κύπριος, prov. of an unclean feeder, Diogenian. 3.49, Suid., etc.; Κύπριος κάλαμος, = δόναξ, Dsc.1.85. 2 Κυπρία, ἡ, = Κύπρις, Pi.O.1.75. 3 Κύπρια, τά, an Epic poem introductory to the Il., Hdt.2.117, Arist.Po.1459b2.

Greek (Liddell-Scott)

Κύπριος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κύπρου, Ἡρόδ. κλ.· λίθος Κ., εἶδος πολυτίμου λίθου, πιθαν. ἡ σμάραγδος, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β· πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 25 καὶ 35, Πλίν. 37. 17· Κ. ἄρτοι ἦσαν διάσημοι, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, Κ. παραπετάσματα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· καὶ παστὸς ἰχθὺς ἐκ Κύπρου, τάριχον, Ποσείδιππ. ἐν «Μεταφερομένοις» 2· βοῦς Κ., παροιμ. ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Παροιμιογρ., Σουΐδ, κλ. ΙΙ. Κύπρια, τά, ἐπικόν τι ποίημα εἰσαγωγικὸν εἰς τὴν Ἰλ., ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ γάμου τοῦ Πηλέως μετὰ τῆς Θέτιδος, Ἡρόδ. 2. 117, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Chypre ; οἱ Κύπριοι les Cypriotes ; τὰ Κύπρια les Chants cypriens, poème cyclique.
Étymologie: Κύπρος.

English (Slater)

Κύπριος
1 of Cyprus pro subs.,
a Aphrodite. “φίλια δῶρα Κυπρίας” (O. 1.75) (ἔρωτες)· οἶοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.7)
b man of Cyprus φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
c τὰ Κύπρια, an epic poem, v. Ὅμηρος, test., fr. 265.

English (Strong)

from Κύπρος; a Cyprian (Cypriot), i.e. inhabitant of Cyprus: of Cyprus.

English (Thayer)

Κυπρίου, ὁ, a Cyprian or Cypriote, i. e. a native or an inhabitant of Cyprus: Herodotus, others.))

Greek Monotonic

Κύπριος: -α, -ον,
I. αυτός που κατάγεται από την Κύπρο, Κύπριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. Κύπρια, τά, Επικ. ποίημα εισαγωγικό της Ιλιάδας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Κύπριος: II ὁ житель или уроженец Кипра Pind., Her.
кипрский Her., Aesch.

Middle Liddell

Κύπριος, η, ον
I. of Cyprus, Cyprian, Hdt., etc.
II. Κύπρια, τά, an Epic poem introductory to the Il., Hdt.

Chinese

原文音譯:KÚprioj 去普里哦士
詞類次數:專有名詞(3)
原文字根:居比路人
字義溯源:居比路人,居比路的;源自(Κύπρος)=居比路,地中海東北角之大島,意為佳美)
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編
1) 居比路(2) 徒4:36; 徒11:20;
2) 居比路人(1) 徒21:16