κάρον
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A = καρώ, Theb.Ostr.135 (i A.D.); also v.l. for καρώ, Dsc.3.57. II = μεγάλη ἀκρίς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1328] τό, Kümmel, Karbe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κάρον: ᾰ, τό, ἢ κάρος, ὁ, κύμινον, caum carui, «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «κάρον· μεγάλη ἀκρίς».
Greek Monolingual
το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων
αρχ.
1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῦν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησυχίου «κάρ
φθείρ», ίσως επειδή οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' άλλη άποψη, πιθ. < κάρα «κεφάλι»].
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: n.
Meaning: plant name, cummin, Carum carvi (Theb. Ostr. 135 [Ip], v.l. Dsc. 3, 57), also καρώ f. (Dsc. l. c., Orib., uncertain Ath. 9, 371e; (popular formation?, s. Chantraine Formation 116).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perh. from κάρ φθείρ H. because a corn of cummin resembles a louse.
2.
Grammatical information: n.
Meaning: μεγάλη ἀκρίς H.
Other forms: Also κάρνος Fur. 371.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Gil Fernandez Nombres de insectos 148. Fur. 341 compares ἀκορνός = ὀκορνός H.; further πάρνος. So clearly a Pre-Greek word
Frisk Etymology German
κάρον: {káron}
Forms: auch καρώ f. (Dsk. l. c., Orib., unsicher Ath. 9, 371e; volkstümliche Bildung, s. Chantraine Formation 116).
Grammar: n.
Meaning: Pflanzenname, Kümmel, Carum carvi (Theb. Ostr. 135 [Ip], v.l. Dsk. 3, 57),
Etymology : Vielleicht von κάρ· φθείρ H. wegen der Ähnlichkeit des Kümmelkornes mit einer Laus (WP. 2, 574).
Page 1,790