προκατακαίω

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατακαίω Medium diacritics: προκατακαίω Low diacritics: προκατακαίω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΑΙΩ
Transliteration A: prokatakaíō Transliteration B: prokatakaiō Transliteration C: prokatakaio Beta Code: prokatakai/w

English (LSJ)

A burn before, D.C.60.34; of soldiers, burn all before them, X.An.1.6.2.

German (Pape)

[Seite 728] (s. καίω), vorher verbrennen, D. Cass. 60, 34; vorausgehen und verbrennen, Xen. An. 1, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακαίω: κατακαίω πρότερον, Δίων Κ. 60. 34· ἐπὶ στρατιωτῶν, κατακαίω πᾶν ὅ,τι συναντήσω ἐνώπιόν μου, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

f. προκατακαύσω, ao. προκατέκηα;
brûler (tout) avant (l’arrivée de l’armée).
Étymologie: πρό, κατακαίω.

Greek Monolingual

Α
1. κατακαίω εκ τών προτέρων
2. (για στρατιώτες) προχωρώ και κατακαίω καθετί που θα συναντήσω μπροστά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακαίω «καίω ολοκληρωτικά»].

Greek Monotonic

προκατακαίω: μέλ. -καύσω, καίω τα πάντα από πριν, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατακαίω bij het voorttrekken het land platbranden.

Russian (Dvoretsky)

προκατακαίω: v.l. πρωχατακάω сжигать впереди (себя): οἱ προκατακαίοντες ἱππεῖς Xen. конные разъезды, предающие все огню.

Middle Liddell

fut. -καύσω
to burn all before one, Xen.