Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραμίγνυμι

From LSJ
Revision as of 11:56, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμίγνυμι Medium diacritics: παραμίγνυμι Low diacritics: παραμίγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: paramígnymi Transliteration B: paramignymi Transliteration C: paramignymi Beta Code: parami/gnumi

English (LSJ)

A v. παραμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 489] (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24.

Greek (Liddell-Scott)

παραμίγνυμι: καὶ -ύω, Ἰων. -μίσγω. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, προστίθημι διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· μέλι, σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. παραμέμιγμαι;
mêler, mélanger.
Étymologie: παρά, μίγνυμι.

Greek Monolingual

και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμαπαραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].

Greek Monotonic

παραμίγνυμι: και -ύω, Ιων. -μίσγω, μέλ. -μίξω·
I. αναμιγνύω με, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, σε Αριστ.
II. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., ὅτι αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραμίγνυμι zie παραμείγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

παραμίγνῡμι: v.l. παραμείγνυμι (pf. pass. παραμέμιγμαι) смешивать, примешивать (τινί τι Arph., Arst., Plut.).

Middle Liddell

and -ύω ionic -μίσγω fut. -μίξω
I. to intermix with, τί τινι Ar.:—Pass., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.
II. to add by mixing, Lat. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.:—Pass., ὅ τι αὐτοῖς παραμέμικται Plat.