σπαρτοπόλιος

From LSJ
Revision as of 11:57, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαρτοπόλιος Medium diacritics: σπαρτοπόλιος Low diacritics: σπαρτοπόλιος Capitals: ΣΠΑΡΤΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: spartopólios Transliteration B: spartopolios Transliteration C: spartopolios Beta Code: spartopo/lios

English (LSJ)

ον, A with a sprinkling of grey hairs, Men.979 (nisi leg. -όπωλις), Poll.4.133,134,151; σπαρνο- in Hsch. II name of a gem, Plin.HN37.191.

German (Pape)

[Seite 917] mit zerstreu'ten grauen Haaren, v.l. für σπαρνοπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

σπαρτοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων σποράδην τρίχας πολιάς, ὁ ἔχων «ψαρὰ μαλλιά», ὡς τὸ Ὁμηρ. μεσαιπόλιος, (Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 361), Μένανδρ. παρὰ Φωτ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 108), Πολυδ. Δ΄, 133, 134, 151· σπαρνο- παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 73.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει εδώ κι εκεί γκρίζες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρτός (< σπείρω) + πολιός «γκριζομάλλης»].

Russian (Dvoretsky)

σπαρτοπόλιος: с проседью Men.