φενακίζω

From LSJ
Revision as of 13:35, 25 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "trans." to "trans.")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φενᾱκίζω Medium diacritics: φενακίζω Low diacritics: φενακίζω Capitals: ΦΕΝΑΚΙΖΩ
Transliteration A: phenakízō Transliteration B: phenakizō Transliteration C: fenakizo Beta Code: fenaki/zw

English (LSJ)

A play the φέναξ, cheat, lie, Theopomp.Com.8, Ar.Pl.271; of the deceptive appearance of certain unripe figs, S.Fr.731; with neut. Adj., ταῦτ' ἄρ' ἐφενάκιζες σύ Ar.Ach.90, cf. D.19.66, Hyp. Ath.2: abs., φ. ἀτηρῶς Phld.Mus.p.104K. 2 trans., cheat, trick, τινα Ar.Pax 1087 (hex.), D.2.7, Men.Sam.100; ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (by attraction for ) D.19.72:—Pass., to be cheated, Id.6.29; οἷ' ἐφενακιζόμην ὑπ' αὐτοῦ Ar.Ra.921.

German (Pape)

[Seite 1261] 1) betrügen, täuschen, hintergehen; τινά, Ar. Pax 1053 u. öfter; u. pass., Ran. 919; πεφενάκικέν τινα Dem. 2, 7; παρακρούσεοθαι καὶ φενακιεῖν ὑμᾶς 32, 31, u. öfter, u. Sp., wie Luc. u. Plut. – 2) erlügen, fälschlich vorgeben, verfälschen, τί; Ar. Ach. 90; τίςταῦτα φενακίσας Dem. 19, 66.

Greek (Liddell-Scott)

φενᾱκίζω: μέλλ. -σω, φέρομαι ὡς φέναξ, ἀπατῶ, ψεύδομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 792, Θεόπομ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ταῦτ’ ἄρ’ ἐφενάκιζες σύ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 90, πρβλ. Δημ. 362. 10. 2) μεταβ., δολιεύομαι, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1087, Πλοῦτ. 271, Δημ. 20. 5· ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (καθ’ ἕλξιν ἀντὶ ἄ), ὁ αὐτ. 363. 29. ― Παθ., ἐξαπατῶμαι, ὁ αὐτ. 73, 1· οἷ’ ἐφενακίσθην ὑπ’ αὐτοῦ Ἀριστοφ. Βάτρ. 921.

French (Bailly abrégé)

tromper, acc..
Étymologie: φέναξ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ φέναξ, -ακος]
εξαπατώ, παραπλανώ
μσν.
φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή
αρχ.
(αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας.

Greek Monotonic

φενᾱκίζω: μέλ. -σω·
1. φέρομαι ως φέναξ, εξαπατώ, ψεύδομαι,, σε Αριστοφ., Δημ.
2. μτβ., εξαπατώ, ξεγελώ, τινά, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φενᾱκίζω: обманывать, лгать Soph., Arph.: τίς ὁ ταῦτα φενακίσας; Dem. кто виновник этого обмана?; φ. τινά Arph., Dem., Sext. обманывать, морочить кого-л.

Middle Liddell

φενᾱκίζω, fut. -σω
1. to play the φέναξ, cheat, lie, Ar., Dem.
2. trans. to cheat, trick, τινά Ar., Dem.:—Pass. to be cheated, Ar., Dem.