κυρώ

From LSJ
Revision as of 20:03, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

(I)
κυρῶ, -έω και κύρω (Α)
1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνωἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.)
2. προσκρούω
3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.)
β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.)
γ. «ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῷ», Ευρ.)
4. (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία κρείσσων ἐκύρησεν», Ευρ.)
5. πετυχαίνω τον σκοπό μου («ἔκυρσας ὥστε τοξότης... σκοποῦ», Αισχύλ.)
6. λαμβάνω, αποκτώ («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», Πλάτ.)
7. συμβαίνω, γίνομαικαλῶς τὰ πλείω κυρεῑ», Αισχύλ.)
8. επακολουθώ, έρχομαι ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῑ», Ευρ.)
9. πετυχαίνω το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν μαθών», Σοφ.)
10. έχω επιτυχίες, ευημερώ, προκόβω
11. (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να είμαι (α. «σεσωσμένος κυρεῑ», Αισχύλ.
β. «φονέα σε φημί... κυρεῖν», Σοφ.)
12. φρ. «κυρῶ πρός...» — αναφέρομαι σε κάτι («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῦντα», Πολ.)
13. παροιμ. φρ. «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κύρ-ω < κῠρ-yο, με αντέκταση ( > ), ο δε τ. κυρώ είναι υστερογενής μεταπλασμένος τ. ενεστ. του κύρω. Η σύνδεση της λ. με τους τ. καιρός και κυρίττω δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. συγκυρία.
(II)
κυρῶ, -όω (AM)
βλ. κυρώνω.