διατάζω
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
Greek Monolingual
(AM διατάσσω και διατάττω)
1. τακτοποιώ, διευθετώ
2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. διατάξτε
απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή
2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ' ήξερ' όλα τα πρεπά, πριχ' άλλος τον διατάξη», Ερωτόκριτος)
μσν.-αρχ.
(-ομαι) κάνω διαθήκη
αρχ.
1. κάνω κατανομή εργασιών
2. τοποθετώ για μάχη
3. παραχωρώ αγρό για καλλιέργεια με τη συμφωνία να καταβάλλεται το μίσθωμα από το εισόδημα ή με ποσοστά από το εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. διατάσσω < διά + τάσσω. Το νεοελλ. διατάζω μεταπλασμένος ενεστωτικός τύπος του διατάσσω από τον αόριστο διέταξα].