ρύομαι
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Greek Monolingual
(I)
ῥύομαι ΝΜΑ
(αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», ΚΔ
β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῦ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από κάθε μίασμα που προέρχεται από τον πεθαμένο, Σοφ.)
αρχ.
1. προστατεύω, υπερασπίζω («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... ὄφρα σφιν νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) επιτηρώ, φυλάγω
3. κρατώ, συγκρατώ κάποιον ώστε να μην φύγει, εμποδίζω, αναχαιτίζω
4. αποκρούω, απομακρύνω
5. σώζω από ασθένεια, θεραπεύω
6. (χωρίς τη σημ. της προστασίας) καλύπτω («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός», Ομ. Οδ.)
7. ελευθερώνω με λύτρα
8) μτφ. παρέχω αντιστάθμισμα («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)].
(II)
Α
σύρω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (Ι)].