ἐπίρρησις
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
εως, ἡ, A rebuke, reproach, δειλοῦ -ρρησιν μελεδαίνων Archil.8, cf. Plu.2.19c (pl.), Hsch. II. invocation, θεῶν Phld.Piet. 74 (pl.); spell, charm, Luc.Philops.31, Jul.Afric.Oxy.412.46. III. comment, Phld.Rh.2.55 S.; opp. πρόρρησις, ib.1.31 S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρησις: -εως, ἡ, ἔλεγχος, ὀνειδισμός, ψόγος, Ἀρχίλ. 7, Πλούτ. 2. 19C, Ἡσύχ. ΙΙ. ῥῆσις ἄνευ σημασίας τινὸς ἀπαγγελλομένη ἐν ταῖς μαγικαῖς ἐπῳδαῖς, ἐγὼ δὲ προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίρρησιν Λουκ. Φιλοψευδ. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 incantation magique;
2 blâme, reproche.
Étymologie: ἐπί, Ϝρη- > ῥη ; cf. ἐρῶ.
Greek Monolingual
ἐπίρρησις, ἡ (Α) ρήσις
1. έλεγχος, κατηγορία
2. επίκληση
3. χαιρετισμός επωδού, μάγου, γόητα
4. αυτό που λέγεται κατόπιν, το σχόλιο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρρησις: εως ἡ
1) упрек, порицание Plut.;
2) заклинание, заклятие, чары Luc.