ἀποματαΐζω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
behave idly or behave unseemly, euphem. for ἀποπέρδω, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 314] sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποματαΐζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, πράττω ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ ἀποπέρδομαι, ἐπάρας [δηλ. τὸ σκέλος] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.
French (Bailly abrégé)
euphém. p. ἀποπέρδω, lâcher un vent.
Étymologie: ἀπό, μάταιος.
Spanish (DGE)
peerse ὁ Ἄμασις ... ἐπάρας ἀπεματάϊσε Hdt.2.162, ἐπάρας τὸ σκέλος ἀπεματάϊσε Fauorin.Fr.15, cf. Tz.Comm.Ar.1.144.18.
Greek Monolingual
ἀποματαΐζω (Α) ματαΐζω
1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια
2. πέρδομαι.
Greek Monotonic
ἀποματᾰΐζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποματαΐζω: выпускать кишечные газы Her.