ἔκροος
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
contr. ἔκρους, ὁ, A outflow, issue, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, of rivers, Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2(pl.). 2 κατ' ἔκροον = by excretion, Hp.Epid.2.1.7. II outlet, Arist.Mete.351a10; means of escape, Hp.Virg.
German (Pape)
[Seite 778] zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκροος: συνῃρ. -ρους, ὁ, τὸ ἐκρέειν, ἐκροή, ἐκβολή, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἡρόδ. 7. 129, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 3, 2. ΙΙ. μέρος πρὸς ἐκροὴν τῶν ὑδάτων, διέξοδος, οὐκ ἔχουσα ἔκρουν φανερὸν ἡ λίμνη Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 562. 41., 1002Β.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
v. ἔκρους.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): contr. -ους IOropos 293.2 (IV a.C.)
1 salida, desembocadura οἱ μὲν (ποταμοί) ... ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2, del mar Caspio, Arist.Mete.351a10, del lago Averno, D.S.4.22, del Mar del Norte, D.S.5.21, del Bósforo, Str.1.3.12
•salida, desagüe de los canalones de los tejados, Arist.Ath.50.2, de la sangre, Hp.Virg.1.
2 derrame, flujo, excreción Hp.Epid.2.1.7.
3 canal, conducto de desagüe, IOropos l.c.
Greek Monotonic
ἔκροος: συνηρ. -ρους, ὁ (ἐκρέω), εκροή, εκβολή, διαρροή, στόμιο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκροος: стяж. ἔκρους ὁ проток, выход (для воды), устье (ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; λίμνη οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.).