ἀποπατέω

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπᾰτέω Medium diacritics: ἀποπατέω Low diacritics: αποπατέω Capitals: ΑΠΟΠΑΤΕΩ
Transliteration A: apopatéō Transliteration B: apopateō Transliteration C: apopateo Beta Code: a)popate/w

English (LSJ)

fut. A ἀποπατήσομαι Ar.Pl.1184, but -ήσω Hp.Morb.2.66: aor. subj. ἀποπατήσω Ar.Ec.354:—retire to ease oneself, Cratin.49, Ar.ll.cc., M.Ant.10.19, D.C.78.5, etc. II pass with the excrement, void, τι Ar.Ec.351.

German (Pape)

[Seite 318] bei Seite treten, um seine Nothdurft zu verrichten, Ar. Eccl. 354 u. öfter; auch mit dem acc., ἱμονιάν 351; fut. med., Plut. 1184. – Hippocr. = abgehen, von Würmern, ἅμα τῇ κόπρῳ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπᾰτέω: μέλλ. -ήσομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 1184, ἀλλ’ -ήσω Ἱππ. 484, 29 (πρβλ. ἐναποπατέω, περιπατέω): ἀόρ. ὑποτακτ. -πατήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 354: - ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, παραμερίζω χάριν φυσικῆς ἀνάγκης, Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. ἀφοδεύω. ΙΙ. ἀποπατῶ ἀντὶ κόπρου ἄλλο τι, ἀλλά σὺ μὲν ἱμονιάν τιν’ ἀποπατεῖς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 351, Μ. Ἀντων. 10. 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. aller à l’écart, càd à la selle;
2 tr. rendre par les selles.
Étymologie: ἀπό, πατέω².

Spanish (DGE)

(ἀποπᾰτέω)
evacuar, hacer de vientre Cratin.53, Hp.Morb.2.51, M.Ant.10.19, D.C.78.5.4, Hippol.Haer.9.25.2
en v. med. igual sent., Ar.Pl.1184
c. ac. int. πολλόν Hp.Morb.2.66, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποπατέοντος ὀλίγον Hp.Morb.4.44, cf. 54, ἀποπατεῖ ἐρυθρὸν καὶ χλωρόν Hp.Morb.2.63, cóm. σὺ μὲν ἱμονιάν τιν' ἀποπατεῖς Ar.Ec.351.

Greek Monotonic

ἀποπᾰτέω: μέλ. -ήσομαι, υποτ. αορ. αʹ -πατήσω· αποχωρώ από την οδό, παραμερίζω για να ικανοποιήσω τη φυσική μου ανάγκη, αφοδεύω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπᾰτέω: (fut. ἀποπατήσομαι)
1) ventrem exonerare Arph.;
2) извергать из организма (τι Arph.).

Middle Liddell

[from ἀπόπατος
to retire from the way, to go aside to ease oneself, Ar.