ἄτρυτος

From LSJ
Revision as of 17:00, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρῡτος Medium diacritics: ἄτρυτος Low diacritics: άτρυτος Capitals: ΑΤΡΥΤΟΣ
Transliteration A: átrytos Transliteration B: atrytos Transliteration C: atrytos Beta Code: a)/trutos

English (LSJ)

ον, A not worn, untiring, unwearied, πούς A.Eu.403; indefatigable, φεῦ τῶν ἀ. οἷα κωτιλίζουσι Call.Iamb.1.277, cf. Plu.Pomp. 26; ironical in Herod.8.4. Adv. -τως, κάματον ἐκδέχεσθαι Ph.1. 19; ὑπομένειν τι J.AJ11.5.8, cf. Jul.Or.7.226c, Orph.Fr.71. 2 of things, unabating: hence, limitless, πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52; χρόνος B.8.80; χάος Id.5.27; κακά S.Aj.788; ἄλγεα Mosch.4.69; Ἰξίονος μοῖρα ἀΐδιος καὶ ἄ. Arist.Cael.284a35; τὸ ἄ. Id.EN1177b22; ἀνάγκαι Ph.2.434; Πόνος Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; of a road, wearisome, never-ending, Theoc.15.7; ὁδοιπορίαι Plu.Caes.17: Sup., Ph.1.418. 3 = ἀτρύγετος, αἰθήρ Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 389] 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Uebeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 infatigable;
2 incessant, sans terme, interminable;
3 continu.
Étymologie: , τρύω.

English (Slater)

ἄτρυτος
   1 unabating ἐπ' ἄτρυτον πόνον (P. 4.178)

Spanish (DGE)

(ἄτρῠτος) -ον
I 1incansable, infatigable πούς A.Eu.403, φεῦ τῶν ἀτρύτων de pájaros que parlotean, Call.Fr.194.81, ὀφθαλμός Plu.2.670f, de pers. αὑτῷ τε χρώμενος ἀτρύτῳ Plu.Pomp.26, φύσις Plot.3.7.5, σῶμα Eun.VS 500, ὑπόστασις Porph.Sent.40, Αἶαξ Orph.A.185, Μοῖραι IG 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.)
subst. τὸ ἄ. infatigabilidad propiedad de la ἐνέργεια τοῦ νοῦ Arist.EN 1177b22.
2 infinito, inacabable πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52, ἐν ἀτρύτῳ χάει B.5.27, χρόνος B.9.80, κακά S.Ai.788, cf. Mosch.4.69, Ἰξίονος Μοῖρα Arist.Cael.284a35
de un camino fatigoso, que nunca se acaba ὁδός Theoc.15.7, ὁδοιπορία Plu.Caes.17.
II adv. -ως infatigablemente ὑπομένειν I.AI 11.176, ἐκδεχόμενοι Ph.1.19, συνέχειν Iul.Or.7.226c, cf. Orph.Fr.71.

Greek Monolingual

ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].

Greek Monotonic

ἄτρῡτος: -ον (τρύω
1. αυτός που δεν φθείρεται, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, σε Αισχύλ., ανθεκτικός, σε Πλούτ.
2. λέγεται για πράγματα, ακούραστος, σε Σοφ., Μόσχ.· λέγεται για δρόμο, επίπονος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτρῡτος:
1) неутомимый, неслабеющий (πούς Aesch.; δύναμις Arst.; τόνος Plut.);
2) нескончаемый, беспрестанный, утомительный (πόνος Pind., Her.; κακά Theocr.; φροντίδες τε καὶ συμφοραί Plut.);
3) избегающий утомления (σχολαστικὸς καὶ ἄ. Arst.).

Middle Liddell

τρύω
1. not worn away, untiring, unwearied, Aesch.: indefatigable, Plut.
2. of things, unabating, Soph., Mosch.; of a road, wearisome, Theocr.

English (Woodhouse)

tireless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)