συριστής
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
οῦ, ὁ, also συρικτής, Arist.Pr.917a8, Corn.ND27; συρίγκτης (s. v.l.) Phot.
A s.v. λαπήττειν; Dor. συρικτάς Theoc.7.28, AP6.73 (Maced.), 237 (Antist.); and συριστήρ, ῆρος, ib.5.205 (Leon.):—panpipe player, piper, SIG 589.45 (Magn. Mae., ii B.C.), 1257 (Ephesus, i A.D.), PGnom.187 (ii A.D.), Luc.Syr.D.43; whistling, of the pipe, AP5 l.c.; of branches, ib.6.237 (Antist.).
II the male crane, so called from his note, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, 1) der Pfeifende, auf der Pfeife Blasende, Spielende, bes. der die Hirtenflöte (σῦριγξ) spielt, Luc. de dea Syr. 43. – 2) der männliche Kranich, wegen seiner gellenden Stimme, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σῡριστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). αὐλητής. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· ὡσαύτως συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, αὐτόθι 206. ΙΙ. «γέρανος ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur de flûte ou de chalumeau.
Étymologie: συρίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. συρικτής.
Greek Monotonic
σῡριστής: -οῦ, ὁ (συρίζω), αυλητής, μουσικός που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο σῦριγξ, δηλ. τον αυλό, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συριστής -οῦ, ὁ [συρίζω] panfluitspeler.
Russian (Dvoretsky)
σῡριστής: οῦ ὁ Luc. = συρικτής.