Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περινέω

From LSJ
Revision as of 13:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινέω Medium diacritics: περινέω Low diacritics: περινέω Capitals: ΠΕΡΙΝΕΩ
Transliteration A: perinéō Transliteration B: perineō Transliteration C: perineo Beta Code: perine/w

English (LSJ)

(A), A swim round, Hp. ap. Gal.19.130; π. κύκλῳ τινός Arist. HA621a18.
περινέω (B), Hdt.6.80 : aor. part. A περινήσας Id.4.164, also uncontr. inf. -νηῆσαι v.l. in Id.2.107, cf. Q.S.3.678 (Med.):—pile, heap round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.4.164; πολὺ πῦρ Anon. ap. Suid., cf. Plu.2.583a. 2 π. τὴν οἰκίην ὕλῃ pile it round with wood, Hdt.2.107; ὕλῃ τὸ ἄλσος Id.6.80.

German (Pape)

[Seite 583] (s. νέω), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = περινήω, Her.

Greek (Liddell-Scott)

περινέω: -νεύσομαι, νέω, κολυμβῶ πέριξ, «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.

French (Bailly abrégé)

2amasser tout autour : τι amonceler qch autour ; τὴν οἰκίην ὕλῃ HDT entourer la maison d’un amas de bois.
Étymologie: περί, νέω⁴.

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω υλικά, συνήθως ξύλα, γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

περινέω: μέλ. -νήσω, αόρ. αʹ απαρ. -νῆσαι, εκτεταμ. -νηῆσαι·
1. συσσωρεύω ολόγυρα, ὕλην (ενν. περὶ τὸν πύργον), σε Ηρόδ.
2. περινέω τὴν οἰκίην ὕλῃ, συσσωρεύω ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περινέω:
I νέω II] плавать вокруг (π. κύκλῳ Arst.).
II и περινηέω νέω IV]
1) нагромождать, наваливать (ὕλην Her.);
2) обкладывать (τὴν οἰκίαν ὕλῃ Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-νέω aan alle kanten opstapelen; omgeven met, met dat.

Middle Liddell

fut. -νήσω aor1 inf. -νῆσαι lengthd. -νηῆσαι
1. to pile round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.
2. π. τὴν οἰκίην ὕλῃ to pile it round with wood, Hdt.