ἀναγκαῖον

From LSJ
Revision as of 13:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαῖον Medium diacritics: ἀναγκαῖον Low diacritics: αναγκαίον Capitals: ΑΝΑΓΚΑΙΟΝ
Transliteration A: anankaîon Transliteration B: anankaion Transliteration C: anagkaion Beta Code: a)nagkai=on

English (LSJ)

τό, A place of constraint, prison, X.HG5.4.8 and 14, cf. Harp., who adds Καλλισθένης δὲ ἀνώγεων εἶπεν, ὃ δεῖ μᾶλλον λέγεσθαι: but correct reading is prob. ἀνάκαιον (preserved in Suid. and AB98, as used by Boeotians), or Ἀνάκειον, q.v., as in D.45.80, cf. EM98.32. II = αἰδοῖον, Artem.1.45, Eust.1968.39, Cat.Cod.Astr.8(4).133 (pl.). III privy, Gloss. IV = ἀναγκαιοπότης, Plaut.Rud.363.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαῖον: τό, τόπος περιορισμοῦ, εἱρκτή, φυλακή, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 8 καὶ 14, πρβλ. Ἁρποκρ., ὅστις προσθέτει Καλλισθένης δὲ ἀνώγεων εἶπεν, ὃ δεῖ μᾶλλον λέγεσθαι: - ἀλλ’ ἡ ὀρθὴ γραφὴ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνάκαιον (παρὰ Σουΐδᾳ ἐν χωρίῳ ἀναφερομένῳ εἰς τόν Ἰσαῖον εἰς ὃ παραπέμπει καὶ ὁ Ἁρποκρ. διὰ τῆν λέξ. ἀναγκαῖον), ἢ Ἀνάκειον, ὃ ἴδε, ὡς ἐν Δημ. 1125. 24, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 98. 32. ΙΙ. αἰδοῖον, Ἀρτεμίδ. 1. 47, Εὐστ., κτλ., πρβλ. Meineke Κωμ. Ἀποσπάσμ. 3. σ. 309. ΙΙΙ. ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος, ὡς καὶ νῦν, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pudendum muliebre.
Étymologie: ἀναγκαῖος.

Greek Monotonic

ἀναγκαῖον: τό (ἀνάγκη), τόπος περιορισμού, φυλακή, σε Ξεν.· άλλοι διαβάζουν Ἀνακεῖον.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγκαῖον: τό
1) необходимость, настоятельная потребность: τὰ ἀναγκαῖα (τοῦ βίου) Xen., Isocr. жизненные потребности;
2) неизбежность (τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκαῖα Xen.);
3) принудительность (τῆς ἀρχῆς Thuc.);
4) нужда: ὡς οῖόν τ᾽ ἦν ἐξ ἀναγκαίου Thuc. насколько позволяли трудные обстоятельства;
5) темница, тюрьма Xen.

Middle Liddell

ἀνάγκη
a place of constraint, a prison, Xen.:—others read Ἀνακεῖον.