χρυσόκομος

From LSJ
Revision as of 13:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόκομος Medium diacritics: χρυσόκομος Low diacritics: χρυσόκομος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: chrysókomos Transliteration B: chrysokomos Transliteration C: chrysokomos Beta Code: xruso/komos

English (LSJ)

ον, A golden-haired, AP6.264 (Mnasalc.); of the plumage of birds, χ. πτέρα Hdt.2.73.

German (Pape)

[Seite 1381] 1) goldhaarig, Apollon, Mnasalc. 3 (VI, 264). – 2) übh. goldfarbig, πτερά Her. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόκομος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κόμην, Ἀνθ. Π. 6. 264· ἐπὶ τῶν πτερῶν τῶν πτηνῶν, χρ. πτερὰ Ἡρόδ. 2. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux plumes d’or.
Étymologie: χρυσός, κόμη.

Spanish

que tiene cabellos de oro

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσοκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος].

Greek Monotonic

χρῡσόκομος: -ον, = το επόμ., σε Ανθ.· αυτός που έχει χρυσή κόμη, χρυσόξανθος, λέγεται για πουλιά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόκομος:
1) златокудрый (Ἀπόλλων Anth.);
2) золотого цвета, золотистый (τά πτερά Her.).

Middle Liddell

χρῡσό-κομος, ον, = χρυσοκόμης, Anth.]
with golden plumage, of birds, Hdt.