εἱρκτή

From LSJ
Revision as of 16:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱρκτή Medium diacritics: εἱρκτή Low diacritics: ειρκτή Capitals: ΕΙΡΚΤΗ
Transliteration A: heirktḗ Transliteration B: heirktē Transliteration C: eirkti Beta Code: ei(rkth/

English (LSJ)

or εἰρκτή, Ion. ἐρκτή, ἡ, (εἵργω)
A an inclosure, prison, jail Hdt.4.146,148, Th.1.131, PTeb.5.260 (ii B. C.), etc.; of the body as prison of the soul, J.BJ2.8.11 (pl.): pl., E.Ba.497, X.Cyr.3.1.19.
II inner part of the house, women's apartments, Id.Mem.2.1.5.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, nach B. A. p. 678, 23 attisch, εἰρκτή gewöhnliche Form bei Poll. 4, 125, das Gefängniß; Eur. Bacch. 497. 500 im plur.; ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐςπίπτειν Thuc. 1, 131; Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. A. Vgl. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

εἱρκτή: Ἰων. ἑρκτή, ἡ, (εἵργω) μέρος περικεκλεισμένον, δεσμωτήριον, φυλακή, Ἡρόδ. 4. 146. 148, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, κτλ.· ― κατὰ πληθ., Εὐρ. Βάκχ. 497· ― ὡσαύτως, τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς οἰκίας, τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον, γυναικωνῖτις, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 prison;
2 partie retirée et secrète d’une maison.
Étymologie: εἵργω.

Greek Monolingual

η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)
φυλακή, δεσμωτήριο
νεοελλ.
πρόσκαιρη κάθειρξη
αρχ.
γυναικωνίτης.

Greek Monotonic

εἱρκτή: Ιων. ἑρκτή, ἡ (εἵργω), εσώκλειστο μέρος, φυλακή, σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εἱρκτή: ион. ἑρκτή
1) темница, тюрьма Her., Thuc., Xen., Plut., pl. Eur.;
2) внутренняя часть дома, женская половина Xen.

Middle Liddell

εἵργω
an inclosure, prison, Hdt.:—also the inner part of the house, the women's apartments, Xen.

English (Woodhouse)

prison, enclosed place, place of custody

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)