ἄπυστος

From LSJ
Revision as of 17:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπυστος Medium diacritics: ἄπυστος Low diacritics: άπυστος Capitals: ΑΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápystos Transliteration B: apystos Transliteration C: apystos Beta Code: a)/pustos

English (LSJ)

ον, A not heard of, ᾤχετ' ἄϊστος ἄ. Od.1.242, cf. Sapph. Supp.25.19, Opp.C.1.236. 2 of words, inaudible, ἄπυστα φωνῶν S.OC489. II Act., without hearing or learning a thing, οὐδὲ δὴν ἦεν ἄ. Ζεύς Od.5.127: c. gen., μύθων 4.675; κακῶν ἔτι πάμπαν ἀπύστω IG14.1389ii16.

German (Pape)

[Seite 341] 1) von dem man nichts vernommen hat, οἴχετ' ἄιστος ἄπυστος Od. 1, 242; Soph. O. C. 490 ἄπ υστα φωνῶν; Axioch. 365 c. – 2) der nichts vernommen hat, ohne Nachricht, οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπ. Ζεύς Od. 5. 127; μύθων 4, 675; Opp. H. 2, 232.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 dont on n’a pas entendu parler;
2 qu’on ne doit pas ou qu’on ne peut pas entendre, mystérieux;
II. qui n’a pas entendu parler de, qui ignore, gén..
Étymologie: , πυνθάνομαι.

English (Autenrieth)

(πυνθάνομαι): pass., unheard of; ὤχετ' ἄιστος ἄπυστος, Od. 1.242; act., without hearing of; μύθων, Od. 4.675.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de quien o de lo que no se tienen noticias, desconocido οἴχετ' ἄϊστος, ἄ. Od.1.242, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1175, ἴχνια Call.Cer.9, μυστήρια Man.4.64, cf. Parm.B 8.21, Emp.B 12.2, Opp.C.1.236.
2 que no se puede oír, inaudible c. gen. ἄπυστα φωνῶν S.OC 489.
II que no ha oído hablar, que ignora οὐδὲ δὴν ἦεν ἄ. Ζεύς Od.5.127, σὺ δ' οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἄ. δὴν ἔμεναι Call.Del.215, cf. Clem.Al.Paed.2.1.18, c. gen. μύθων Od.4.675, παιδός Call.Fr.611, κακῶν Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.16, τοῦ λόγου Clem.Al.Prot.10.100.2.

Greek Monolingual

ἄπυστος, -ον (Α) πυστός
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι
2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί
3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος.

Greek Monotonic

ἄπυστος: -ον (πυνθάνομαι),
I. αυτός για τον οποίο κανείς δεν άκουσε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἄπυστα φωνῶν, μιλώντας χαμηλόφωνα ώστε να μην μπορεί κανένας να ακούσει, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν έχει ακούσει ή πληροφορηθεί κάτι, απληροφόρητος, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπυστος:
1) не слыхавший, не знающий (μύθων Hom.): οὐδὲ δὴν ἦεν ἄ. Ζεύς Hom. Зевс недолго пребывал в неизвестности, т. е. скоро узнал (о происшедшем);
2) о котором нет и слуху, безвестный (ἄϊστος ἄ. Hom.; ἀειδὴς καὶ ἄ. Plat.);
3) неслышный, невнятный (ἄπυστα φωνῶν Soph.).

Middle Liddell

πυνθάνομαι
I. not heard of, Od.: ἄπυστα φωνῶν speaking what none can hear, Soph.
II. act. without hearing or learning a thing, Od.; c. gen., Od.