ἦτρον
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
τό, A abdomen, esp. the lower part of it, Hp.Aph.2.35, Pl.Phd. 118a, X.An.4.7.15, D.54.11, Arist.HA493a19, Sor.1.24: metaph., belly of a pot, Ar.Th.509. II pith of a reed, Nic.Th.595.
German (Pape)
[Seite 1179] τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.
Greek (Liddell-Scott)
ἦτρον: τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν μέρος, τὸ ὑπογάστριον, ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου τόπος, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ κοιλία αὐτοῦ, ἦτρον χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ ἐντεριώνη καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bas-ventre.
Étymologie: ἦτορ.
Greek Monolingual
ἦτρον, το (Α)
1. το υπογάστριο
2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου
3. η εντεριώνη, η ψίχα του καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. ήτορ «καρδιά»].
Greek Monotonic
ἦτρον: τό, το μέρος κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἦτρον: τό
1) живот, брюшная полость (τὰ κάτω τοῦ ἤτρου Arst.): εἶχον θώρακας μέχρι τοῦ ἤτρου Xen. (халибы) имели (носили) броню до нижней части живота, т. е. закрывавшую живот; τὰ περὶ τὸ ἦ. Plat.; область живота;
2) (в сосудах) вздутие, полость (τὸ ἦ. τῆς χύτρας Arph.).
Middle Liddell
ἦτρον, ου, τό,
the part below the navel, the abdomen, Plat., Xen., etc.