μελεδήμων

From LSJ
Revision as of 17:53, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδήμων Medium diacritics: μελεδήμων Low diacritics: μελεδήμων Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΩΝ
Transliteration A: meledḗmōn Transliteration B: meledēmōn Transliteration C: meledimon Beta Code: meledh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A careful, c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων AP 6.39 (Arch.); δόμων φυλακὰν μ. ib.7.425 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 121] ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαθῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).

Greek (Liddell-Scott)

μελεδήμων: -ον, ἐπιμελής, πολυάσχολος, κερκὶς αὐτόθι 6. 39, πρβλ. 7. 425· μετὰ γεν., ὁ φροντίζων περί τινος, ἔργων Ἐμπεδ. 398.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui prend soin de, gén..
Étymologie: μελεδαίνω.

Greek Monolingual

μελεδήμων, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ.
β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ειδήμων, νοήμων)].

Greek Monotonic

μελεδήμων: -ον (μελεδαίνω), επιμελής, απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδήμων: 2, gen. ονος
1) заботливый, попечительный, усердный (δύμων φύλαξ Anth.);
2) заботящийся (ἀγαθῶν ἔργων Anth.).

Middle Liddell

μελεδήμων, ον, μελεδαίνω
careful, busy, Anth.