ἀνερύω

From LSJ
Revision as of 20:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερύω Medium diacritics: ἀνερύω Low diacritics: ανερύω Capitals: ΑΝΕΡΥΩ
Transliteration A: anerýō Transliteration B: aneryō Transliteration C: aneryo Beta Code: a)neru/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. ἀνειρύω [ῠ], A draw up, ἀνά θ' ἱστία λεύκ' ἐρύσαντες Od.9.77, 12.402; ἀνειρύσαι νῆας, = ἀνελκύσαι, Hdt.9.96, cf. A.R.2.586; ἀ. πέπλως Theoc.14.35:—Med., ἐκ νούσου ἀνειρύσω AP6.300 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 226] emporziehen, ἱστία, in tmesi, Od. 9, 77. 12, 402; πέπλους, beim Laufen, Theocr. 14, 35; ἀνειρύσασαι 26, 17; in dieser ion. Form auch Her. ἀνειρύσαι τὰς νῆας, aufs Land ziehen, 9, 96. 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερύω: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀνειρύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: - ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρω, ἀνά θ’ ἱστία λεύκ’ ἐρύσαντες Ὀδ. Ι. 77., Μ. 402· ἀνειρύσαι τὰς νέας, ἀνελκύσαι, Ἡρόδ. 9. 96· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 586· ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως Θεόκρ. 14. 35: - Μέσ., ἐκ νούσου ἀνειρύσω Ἀνθ. Π. 6. 300. - Ἴδε ἐν λ. αὐερύω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερύσω, ao. ἀνείρυσα, pf. inus.
tirer à terre (un navire).
Étymologie: ἀνά, ἐρύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνειρύω Hdt.9.96, Theoc.14.35, AP 6.300 (Leon.), Nonn.D.22.334
1 izar ἱστία Od.9.77, 12.402
levantar πέπλως Theoc.l.c., βέλεμνον Nonn.D.l.c.
halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.l.c.
2 fig. en v. med. salvar ἐκ νούσου AP l.c.

Greek Monolingual

ἀνερύω (Α)
τραβώ, σύρω προς τα επάνω, ανασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ερύω «σέρνω, τραβώ»].

Greek Monotonic

ἀνερύω: Ιων. και Δωρ. ἀν-ειρύω· μέλ. -ύσω [ῠ], ανασύρω, τραβώ προς τα πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· σύρω πλοία προς τη στεριά, σε Ηρόδ. — Μέσ., απαλλάσσω, παραδίδω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερύω: ион.-дор. ἀνειρύω
1) подтягивать, подбирать (πέπλως Theocr.);
2) натягивать, поднимать (ἱστία Hom. - in tmesi);
3) вытаскивать на берег (νῆας Her.);
4) med. выбираться (ἐκ νόσου Anth.).

Middle Liddell


to draw up, haul up sails, Od.: to haul ships up on land, Hdt.: —Mid. to deliver, Anth.