ἀπαυτομολέω

From LSJ
Revision as of 10:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυτομολέω Medium diacritics: ἀπαυτομολέω Low diacritics: απαυτομολέω Capitals: ΑΠΑΥΤΟΜΟΛΕΩ
Transliteration A: apautomoléō Transliteration B: apautomoleō Transliteration C: apaftomoleo Beta Code: a)pautomole/w

English (LSJ)

A go of one's own accord, desert, Th.7.75; πρός τινα D.H.Orat.Vett.2; τινός D.C.36.17.

German (Pape)

[Seite 283] überlaufen von Einem, Thuc. 7, 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυτομολέω: αὐτομολῶ ἀπό τινος, ἢ πρός τινα, ἐπὶ ὑπηρετῶν ἢ δούλων, δραπετεύω, ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα Θουκ. 7. 75· πρός τινα Διον. Ἁλ. περὶ Ρητορ. 2· τινὸς Δίων Κ. 35. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπηυτομόλησα, pqp. ἀπηυτομολήκειν;
être transfuge.
Étymologie: ἀπό, αὐτομολέω.

Spanish (DGE)

abandonar, desertar abs., Th.7.75, ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀ. LXX Pr.6.11a
πρός τινα D.H.Orat.Vett.2
en v. med.-pas. separarse c. gen. τινα ἀπαυτομολήσαντα Τιγράνου D.C.36.17.2.

Greek Monotonic

ἀπαυτομολέω: μέλ. -ήσω, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου, λιποτακτώ, δραπετεύω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυτομολέω: перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc.

Middle Liddell


to go of one's own accord, desert, Thuc.