δυσπαραίτητος

From LSJ
Revision as of 11:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαραίτητος Medium diacritics: δυσπαραίτητος Low diacritics: δυσπαραίτητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparaítētos Transliteration B: dysparaitētos Transliteration C: dysparaititos Beta Code: dusparai/thtos

English (LSJ)

ον, A hard to move by prayer, inexorable, φρένες A. Pr.34; ὀργή Plb.30.31.13; of a person, Plu.Cat.Mi.1. 2 difficult to refuse, Id.2.531d, 602f.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu erbitten, zu beschwichtigen; φρένες Aesch. Prom. 34; όργή Pol. 31, 7, 13; von Personen, Plut. Cat. min. 1.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαραίτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συγκινήσῃ τις διὰ παρακλήσεων, ἀδυσώπητος, φρένες Αἰσχύλ. Πρ. 34· ὀργή Πολύβ. 31. 7, 13· ἐπὶ προσώπου, Πλούτ. Κατ. Νεωτ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexorable.
Étymologie: δυσ-, παραιτέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. o asim. difícil de ser conmovido con ruegos, implacable Διὸς φρένες A.Pr.34, ὀργή Plb.30.31.13, θυμός Plu.Fab.9, ὀργισθεὶς δὲ δ. cuando se irritaba, era difícil de calmar Plu.Cat.Mi.1, δ. μὲν ἐπὶ τοῖς οἰκείοις op. μεγαλόψυχος I.AI 15.356, cf. Plu.2.534c, τὸ δ. τοῦ τρόπου lo implacable de su carácter I.AI 16.151, cf. Plu.2.456f.
2 de cosas difícil de rehusar ref. al dinero, Plu.2.531d, λειτουργίαι Plu.2.602f.

Greek Monolingual

δυσπαραίτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα συγκινείται, αδυσώπητος.

Greek Monotonic

δυσπαραίτητος: -ον (παραιτέομαι), δύσκολος να μετατραπεί, να αλλάξει μέσω παρακλήσεων, ικεσιών· αδυσώπητος, αμείλικτος, σε Αισχύλ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαραίτητος: не внемлющий просьбам, неумолимый (φρένες Aesch.; ὀργή Polyb.; δ. καὶ δυσαπότρεπτος Plut.).

Middle Liddell

δυσ-παραίτητος, ον παραιτέομαι
hard to move by prayer, inexorable, Aesch., Plut.

English (Woodhouse)

implacable, merciless, pitiless, deaf to entreaties, not to be influenced, not to be moved

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)