δυσπόρευτος
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ον, A hard to pass, πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7; ἀνοδίαι Ph.2.14; ὁδοί D.C.53.22.
German (Pape)
[Seite 687] unwegsam, ἁμάξαις Xen. An. 1, 5, 7; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπόρευτος: -ον, δι' οὗ δύσκολον νά περάσῃ τις, πηλός ταῖς ἁμάξαις δ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser, peu praticable.
Étymologie: δυσ-, πορεύομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 intransitable, difícil de recorrer πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7, ὅρια ... δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ Them.Or.14.181b, χώρα Str.16.4.24, ἀνοδίαι Ph.2.14, ὁδός D.S.4.80, cf. D.C.53.22.1, Poll.3.96.
2 que fluye con dificultad, no muy fluido αἷμα Steph.in Hp.Progn.186.15
•fig. torpe, lento (ἡ ψυχή) δ. ἐστι πρὸς τὰς τοιαύτας κινήσεις Gr.Nyss.Beat.166.24.
Greek Monolingual
δυσπόρευτος, -ον (Α)
δυσκολοπέραστος.
Greek Monotonic
δυσπόρευτος: -ον (πορεύομαι), δύσβατος, δύσκολος ως προς τη διάβαση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσπόρευτος: труднопроходимый, непроезжий (πηλὸς δ. ταῖς ἁμάξαις Xen.).
Middle Liddell
δυσ-πόρευτος, ον [πορεύομαι]
hard to pass, Xen.