φαιδρόνους

From LSJ
Revision as of 12:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόνους Medium diacritics: φαιδρόνους Low diacritics: φαιδρόνους Capitals: ΦΑΙΔΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: phaidrónous Transliteration B: phaidronous Transliteration C: faidronous Beta Code: faidro/nous

English (LSJ)

ουν, A with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a l’âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].

Greek Monotonic

φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.

Middle Liddell

φαιδρό-νους, ουν,
with bright, joyous mind, Aesch.