δακρυπλώω
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
(πλέω) A swim with tears, of drunken men, Od.19.122.
German (Pape)
[Seite 519] eigtl. in Thränen schwimmen; von Trunkenen, denen die Augen übergehen; Od. 19, 122 φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ, ἅπαξ εἰρημέν.
Greek (Liddell-Scott)
δακρυπλώω: (πλέω) πλέω, κολυμβῶ εἰς τὰ δάκρυα, ἐπὶ μεθύσων, Ὀδ. Τ. 122· ἡ κατὰ διάστασιν γραφὴ ὀρθοτέρα.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. inf.
nager dans les larmes en parl. d’un homme ivre, dont les yeux sont humides.
Étymologie: δάκρυ, πλόος.
English (Autenrieth)
swim with tears; of effect of intoxication on the eyes, Od. 19.122†. (Also written as two words.)
Spanish (DGE)
navegar en un mar de lágrimas δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ que ... con la cabeza pesada por el vino navego en un mar de lágrimas, Od.19.122, cf. Hsch.
Greek Monolingual
δακρυπλώω (Α)
(για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»].
Greek Monotonic
δακρυπλώω: (πλέω), «κολυμπώ στα δάκρυα», πλέω στα δάκρυα, είμαι βουτηγμένος στα δάκρυα, λέγεται για μέθυσους, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δακρυπλώω: обливаться (пьяными) слезами Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακρυπλώω [δάκρυ, πλέω] in tranen zwemmen:. δακρυπλώειν βεβαρηότα... οἴνῳ overmand door wijn de ogen vol tranen hebben Od. 19.122.