διαπαύω
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
A bring to an end, conclude, τὸν βίον, i.e. die, prob. in SIG494.4 (Delph., iii B.C.):—Med., rest between times, pause, Pl. Smp.191c, R.336b:—Pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο had ceased for the time being, X.HG4.4.14.
German (Pape)
[Seite 594] (s. παύω), dazwischen, wechselsweise ausruhen lassen; Xen. Hipp. 7, 18; D. H. de C. V. 12. – Med., dazwischen ausruhen, Plat. Tim. 78 e Rep. I, 336 b; – pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, die Heere waren aufgelös't, Xen. Hell. 7, 4, 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαύω: κάμνω τι νὰ παύσῃ, τήν ταυτότητα Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 12. - Μέσ., ἀναπαύομαι μεταξύ…, σταματῶ, διακόπτω, Πλάτ. Συμπ. 191C, Πολ. 336Β. - Παθ., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, εἶχον διαλυθῆ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
détruire.
Étymologie: διά, παύω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 medic. tener pausas, ser intermitente ῥῖγος καὶ πυρετὸς διαπαύων Hp.Int.12, cf. Loc.Hom.1, οὐ μὴ διαπαύσῃ ἐξ ὑμῶν ὀδύνη LXX Os.5.13.
2 en v. med. hacer una pausa, cesar un momento, en el diálogo, Pl.R.336b, Lib.Ep.44, 128, en los combates αἱ στρατιαὶ ... διεπέπαυντο X.HG 4.4.14
•de actividades vitales, ejercicio cesar, descansar Pl.Smp.191c, Ti.78e, Thphr.Sud.31.
II tr.
1 llevar a término, concluir διέπαυσε τὸμ βίον FD 184.4 (III a.C.), τὰ τοιαῦτα Philostr.VA 6.13.
2 dejar de utilizar, dejar οὐ διαπαύσετε ἅλα διαθήκης κυρίου ἀπὸ θυσιασμάτων ὑμῶν no dejaréis la sal de la alianza del Señor fuera de vuestros sacrificios LXX Le.2.13.
Greek Monolingual
διαπαύω (AM)
1. διακόπτω, σταματώ κάτι
2. φρ. «διαπαύω τον βίον» — πεθαίνω
3. καλώ κάποιον να διακόψει την εργασία για να ξεκουραστεί
4. μέσ. α) αναπαύομαι
β) φρ. «oἱ στρατιῶται διεπέπαυντο» — οι στρατιώτες είχαν διαλυθεί, διασκορπιστεί.
Greek Monotonic
διαπαύω: μέλ. -σω, ανακόπτω, καταπαύω — Μέσ., αναπαύομαι στα μεσοδιαστήματα, κάνω παύση, κατ' εναλλαγή, σε Πλάτ. — Παθ., παύω να υπάρχω, διαλύομαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαπαύω: давать отдых (τὸν διαπαύσαντα ἵππον ὁρμῆσαι Xen.): ἐκ τούτου στρατιαὶ ἑκατέρων διεπέπαυντο Xen. на этом походы обеих сторон закончились; med. устраивать себе отдых, делать передышку, отдыхать Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-παύω act. intrans. af en toe minder worden (van ziekten en pijn); ptc. διαπαύων bij tussenpozen. med.-pass. intrans. stoppen, ophouden:. στρατιαὶ μεγάλαι διεπέπαυντο het was gedaan met omvangrijke legers Xen. Hell. 4.4.14. tussendoor af en toe stoppen; met ptc.: δ. τοῦτο ποιέων tussendoor af en toe ophouden met dit te doen Hp. VM 16.
Middle Liddell
fut. σω
to make to cease:— Mid. to rest between times, pause, Plat.:—Pass. to cease to exist, Xen.